- μεσοκεφαλία
- ηανθρωπολ. το σχήμα τού κρανίου κατά το οποίο ο κεφαλικός δείκτης είναι ενδιάμεσος μεταξύ βραχυκεφαλίας και δολιχοκεφαλίας, δηλαδή μεταξύ 76 και 81.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ανθρωπομετρία — Η αναζήτηση όλων των αναγκαίων και δυνατών μεθόδων για να γίνει όσο μπορεί πιο αντικειμενική η περιγραφή της ανθρώπινης μορφής. Την α. ως σύγχρονο επιστημονικό κλάδο εγκαινίασε ο Βέλγος Αντόλφ Κετελέ (1796 1874) με τη θεωρία του περίμέσου… … Dictionary of Greek
μεσ(ο)- — (ΑM μεσ[ο]) Α και μεσσο και μεσαι ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. μέσ(σ)ος*. Οι ελάχιστοι τ. με α συνθετικό μεσαι (πρβλ. μεσαι πόλιος, μεσαι πόλος, μεσαί γεως) οφείλονται σε τεχνητή ανάπτυξη μακράς… … Dictionary of Greek
μεσοκέφαλος — ο ανθρωπολ. ο ανθρωπολογικός τύπος που το κρανίο του παρουσιάζει μεσοκεφαλία, δηλαδή τού οποίου ο κεφαλικός δείκτης βρίσκεται μεταξύ 76 και 81 … Dictionary of Greek
μεσοκρανία — η ανθρωπολ. η μεσοκεφαλία … Dictionary of Greek